του Χρήστου Ν. Μουρούτη (cm@arceland.net)
Πολύ θα ήθελα να δώ τους πολιτικούς μας, όλων των κομμάτων, να κάτσουν κάποια στιγμή με τους Ελληνες που ζούμε στην ευρύτερη περιοχή των κρατών της ΝΑ Ευρώπης, να συζητήσουμε ήπια, νηφάλια και με ορθολογική σκέψη για τον τρόπο με τον οποίον θα μπορούσε να λυθεί μιά για πάντα το πρόβλημα που έχουμε με την πΓΔΜ πάνω στο όνομά της. Από την παρακολούθηση δηλώσεων και γεγονότων έχω πραγματικά την αίσθηση, ότι οι άνθρωποι που σκέπτονται, εκφράζουν και αποφασίζουν στην Αθήνα, είναι κάπως μακράν της πραγματικότητας, με όλο το συμπάθειο. Δυστυχώς οι διάφορες κατά καιρούς δηλώσεις που γίνονται, επίσης προσφέρουν «οινόπνευμα στη φωτιά» και δημιουργούν μιά κοινή γνώμη η οποία είναι υπεραπαιτητική, με ελλειπείς γνώσεις, που εν τέλει πιστεύει ότι ανήκει στην Ελλάδα το maximum και όχι κάτι χειροπιαστό, με το οποίο θα μπορούσαμε να ζήσουμε οι Ελληνες και οι κάτοικοι της πΓΔΜ μονιασμένοι και σε πνεύμα συνεργασίας.
Οι πολιτικοί μας όμως ξέρουν, όπως και οι διπλωμάτες, ότι κάθε πρόβλημα λύνεται όταν ανακαλύψουμε την ρεαλιστική πολιτική και ουσιαστική του διάσταση και όχι όταν καλλιεργούμε μαξιμαλιστικές εντυπώσεις στον λαό, με τον τρόπο που καλλιεργούσαν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες την διάθεση του λαού για θέαμα στην αρένα του Κολοσσαίου. Τόσα πολλά χρόνια, κοντά 20, έχουν περάσει από τότε που δημιουργήθηκε το ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ και ακόμα είμαστε στο ίδιο επιχείρημα, του να «μπλοκάρουμε» τεχνικά έναν γείτονά μας ώστε να καταφέρουμε να κερδίσουμε ως αντάλλαγμα το συμβιβασμό στην ονομασία. Θα ήταν βέβαια πολύ καλύτερα να είχαμε βάλει ως στόχο να βρούμε μιά φόρμουλα να πείσουμε τον λαό της πΓΔΜ αλλά και τους πολιτικούς της χώρας αυτής, όπως και τον ελληνικό λαό, ότι το «μη χείρον είναι το βέλτιστον». Κάνοντας όλες αυτές τις ενέργειες, που ξεκίνησαν από το εμπάργκο του Ανδρέα Παπανδρέου και συνέχισαν με τις διάφορες πολιτικές επιλογές μέχρι και σήμερα, χτίσαμε απλά έναν τοίχο στην επικοινωνία μας που για να μπορέσουμε πλέον και εμείς οι ίδιοι να τον υπερβούμε, όσο και να θέλουμε, αναγκαζόμαστε να κάνουμε ενέργειες που δεν είναι καθόλου ευχάριστες για την πρόοδο ενός γειτονικού κράτους. Ακόμα δε περισσότερο, επιτρέψαμε στην Τουρκία να ασκεί πολιτική προστατευτισμού στην πΓΔΜ, χωρίς να έχουμε τη δύναμη και τα επιχειρήματα να την αντιμετωπίσουμε, μιάς και είχαμε βάλει τον εαυτό μας στην καρέκλα του εναντίου και όχι του φίλου και συμμάχου.
Αυτόν τον τοίχο πρέπει να τον υπερβούμε πλέον με πολιτικές όχι του 1990 αλλά του 2011. Οχι με πολιτικές της πρωτεύουσας των Αθηνών. Οχι με κλειστά αυτιά και μάτια στην «πραγματικότητα» που συντελείται σε όλη τη ΝΑ Ευρώπη. Αλλά με τις πραγματικότητες που έχουν συντελεστεί στην περιοχή. Μιά ολόκληρη νέα γενιά ανθρώπων έχει ήδη γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα στην πραγματικότητα αυτής της διαφοράς και στην πΓΔΜ αλλά και στην Ελλάδα.
Λύση
Η λύση στο πρόβλημα δεν είναι η εξεύρεση ονόματος. Αυτό το κομμάτι της λύσης αργά η γρήγορα θα το βρούμε. Αυτό που είναι αναγκαίο να χτίσουμε είναι η εμπιστοσύνη με τους δύο λαούς που ζούν στο κράτος αυτό, τους αποκαλούμενους από εμάς «Σλαβους-Μακεδόνες» και τους Αλβανούς της πΓΔΜ.
Μια προσεκτική μελέτη των γεγονότων και μιά κατ’ ιδίαν συζήτηση των Ελλήνων πολιτικών με ανθρώπους που ζούν στην περιοχή και μιλούν τη γλώσσα (εγώ τυχαίνει να ζώ στην Βουλγαρία επί 12 χρόνια και τακτικά επισκέπτομαι την πΓΔΜ) θα δώσει μιάν αλλη εικόνα στην εικόνα που έχει σήμερα δημιουργηθεί πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά και απαραίτητες πληροφορίες για το πώς η Ελλάδα και ο ελληνικός λαός θα πρέπει να χειριστούν το συγκεκριμένο ζήτημα και να βρούν μιά συναινετική λύση. Αυτά λοιπόν που εμείς διαπιστώνουμε είναι τα εξής:
1. Οι λεγόμενοι «Σλάβοι» που αποτελούν περίπου το 60% του πληθυσμού και έχουν τον διοικητικό έλεγχο της χώρας είναι Βουλγαρικής καταγωγής, απόγονοι των Βουλγαρικών ή αλλιώς Εξαρχικών πληθυσμών που παρέμειναν στα σύνορα της νέας τότε Σερβίας και Μαυροβουνίου η οποία προέκυψε από την Συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1914. Η ονομαζόμενη από αυτούς «Μακεδονική» γλώσσα είναι καθαρή Βουλγαρική με αλλαγές σε τονισμούς, ως μία διάλεκτος δηλαδή, που ομιλείται και στην Βουλγαρική Μακεδονία του Πιρίν (Blagoevgrad, Gotse Delchev, Sandanski, Bansko). Το ζήτημα του «εγκλωβισμού» Βουλγαρικών πληθυσμών μέσα στην νέα τότε Σερβία, που είχε προκύψει το 1914, είχε έντονα απασχολήσει την Βουλγαρική πολιτική σκηνή και ήταν το κύριο θέμα εθνικής αποστολής κατά τα χρόνια της τρομοκρατίας στην Βουλγαρία (1920-1930) όπου με παράλογο τρόπο είχε δολοφονηθεί μεγάλο μέρος της πολιτικής σκηνής και της ιντελιγκέντσιας στη Σόφια, από το παντοδύναμο τότε VMRO της Βουλγαρίας. Σήμερα και με την πάροδο των γενεών, οι Βουλγαρόφωνοι κάτοικοι της πΓΔΜ οι οποίοι ανέκαθεν ονομάζονταν Μακεδόνες (και επί Σερβίας και επί Γιουγκοσλαβίας) στις μεταξύ τους σχέσεις, απέκτησαν μιά, ας την πούμε, εθνική ταυτότητα, να αυτοαποκαλούνται «έθνος» δηλαδή. Ωστόσο, για όσους ζούμε στην περιοχή είναι περισσότερο από εμφανές, στις καθημερινές σχέσεις, ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων αυτών, αρχίζει σταδιακά να ανακαλύπτει την Βουλγαρική του εθνική καταγωγή. Το Βουλγαρικό κράτος για πολλά χρόνια έδιδε ταυτότητες και άλλα ταξιδιωτικά έγγραφα σε Βουλγαρόφωνους της πΓΔΜ, καθόσον στην κοινή γνώμη της Βουλγαρίας αλλά και της Βουλγαρόφωνης κοινότητας της πΓΔΜ, οι λαοί αυτοί είναι ένα αδιαίτερο «έθνος». Ετσι το αισθάνονται στις καθημερινές τους σχέσεις και έτσι αυτοπροσδιορίζονται. Μάλιστα σήμερα, που στην Βουλγαρία η ανεργία είναι χαμηλή, πολλοί Βουλγαρόφωνοι μεταναστεύουν προς αναζήτηση καλύτερης δουλειάς.
2. Για όσους από εμάς έχουμε τη τύχη να βρισκόμαστε στην περιοχή και να συζητούμε με τους απλούς καθημερινούς πολίτες, διαπιστώνουμε κάποια πράγματα που η νομενκλατούρα της πολιτικής και της διπλωματίας των Αθηνών, αλλά και ο απλός λαός που εύκολα επηρεάζεται από εμπρηστικά κείμενα, δεν μπορούν να κατανοήσουν:
a. Οι πολίτες της πΓΔΜ έχουν σημαντικά καθημερινά προβλήματα και αυξημένη ανεργία. Οι Βουλγαρόφωνοι πολίτες είναι ομόδοξοι με εμάς, κάνουν μαζικά διακοπές στην Ελλάδα, αγοράζουν παραθεριστικές κατοικίες και αισθάνονται την Ελλάδα ως δεύτερη πατρίδα τους. Στην πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων, είναι τελείως αδιάφορο αν ο Μέγας Αλέξανδρος μιλούσε Ελληνικά ή όχι. Αυτό το κατανοείς και το αισθάνεσαι σε κάθε χωριό της πΓΔΜ και σε κάθε πολίτη ορθόδοξης πεποίθησης. Οπως και σε κάθε άλλον χριστιανό των Βαλκανίων και αυτοί αντιπαθούν ενδόμυχα τους Τούρκους, ως αποτέλεσμα των ίδιων αιτιών που δημιουργούν την αντιπάθεια από πλευράς Ελλήνων για τους Τούρκους. Οι Αλβανοί που είναι μουσουλμάνοι, δεν έχουν άριστες σχέσεις με τους ορθόδοξους Βουλγαρόφωνους και πολλές φορές ανάμεσα στις κοινότητες υπάρχουν σημεία τριβής. Για τους Αλβανούς είναι αδιάφορο αν το κράτος τους θα ανομάζεται «Μακεδονία» ή κάπως αλλιώς, αν και προσωπικά πιστεύω ότι θα αγαπούσαν κάτι σχετικό με τη δική τους ταυτότητα.
b. Οι Βουλγαρόφωνοι, σε μεγάλους αριθμούς, συγχρωτίζονται για πολλά χρόνια τώρα, με την κοινωνία της Βουλγαρίας. Πολλοί έχουν πάρει Βουλγαρική υπηκοότητα, και αρκετές χιλιάδες μετακινούνται για αναζήτηση εργασίας και τύχης στην Βουλγαρία.
c. Ολη η ιστορία της Βουλγαρίας από τον 6Ο αιώνα και μετά που εμφανίστηκαν στην περιοχή, οι διάφοροι Χαν και Τσάροι της Βουλγαρίας, αναφέρονται επίσης στα Σκόπια ως «Μακεδονική» ιστορία και «Μακεδονικό» παρελθόν – κάτι που φυσικά δεν ισχύει ιστορικά. Εχουν τους ίδιους σύγχρονους ήρωες (π.χ. Goce Delchev, Iane Sandanski κ.α.) μόνο που τους ονομάζουν οι μέν Βουλγάρους και οι δε Μακεδόνες, τα ίδια τραγούδια που τραγουδιούνται παραδοσιακά και στις ίδιες χώρες και ορισμένους κοινούς ευεργέτες, όπως π.χ. οι αδελφοί Γκεοργκίεβ που έχτισαν το Βουλγαρικό Πανεπιστήμιο στην Σόφια μετά την Τουρκοκρατία και οι οποίοι ήταν από τη λίμνη Αχρίδα της πΓΔΜ.
3. Οι Βούλγαροι και οι Βουλγαρόφωνοι της πΓΔΜ δεν είναι εθνοτικά Σλάβοι. Είναι απόγονοι των προ-Βουλγάρων που ήταν μιά ταταρική φυλή η οποία υιοθέτησε αργότερα την Σλαβική γλώσσα (που είναι κοντά στην Ρωσική), την Ορθόδοξη πίστη μέσω του Βυζαντίου και το Κιριλλικό αλφάβητο. Δεν ξέρω λοιπόν αν ονόματα του τύπου «Σλαβομακεδονία» τα οποία προτείνονται είναι εφικτά με βάση την αντίδραση των Αλβανών της πΓΔΜ που δεν μιλούν τη Σλαβική ως πρώτη γλώσσα αλλά και τη μη-Σλαβική καταγωγή του Σλαβόφωνου πληθυσμού.
4. Οι ορθόδοξοι λαοί της περιοχής (Βούλγαροι και Βουλγαρόφωνοι πολίτες της πΓΔΜ) θεωρούν την Ελλάδα ως φιλική μέχρι πολύ φιλική χώρα σε αυτούς. Την προτιμούν πιστά ως τουριστικό προορισμό και αγοράζουν και ακίνητα εκεί (παρά την τεράστια γραφειοκρατία). Η λύση θα πρέπει να έρθει λοιπόν μέσα από μιά κοινή συνεργασία Ελλάδας – Βουλγαρίας και πΓΔΜ στην ανάπτυξη ενός κοινού αναπτυξιακού ορίζοντα για τους λαούς αυτής της περιοχής με στόχο την ενσωμάτωση των ορθοδόξων στην επιρροή της Ελλάδας. Εκεί που έχουμε φτάσει την υπόθεση με την μακρόχρονη αναμονή και τις αλληλοκατηγορίες, δεν υπάρχει λύση, αλλά μόνο διαφοροποίηση και καλλιέργεια αποστάσεων.
Ορίζοντας της Λύσης
Θεωρώ ότι θα πρέπει να καταλήξουμε στην λύση του προβλήματος μέσα στο 2011. Η λύση ξεκινά από την δημιουργία κλίματος έντονης εμπιστοσύνης. Θα πρέπει να μειώσουμε τις εντάσεις και να δημιουργήσουμε τις φιλίες και την αδελφοσύνη με τους φυσικούς μας εταίρους στην περιοχή. Να αναπτύξουμε εντονώτερες επιχειρηματικές δραστηριότητες και οικονομικές σχέσεις που θα δώσουν διέξοδο στην ασφυξία των Ελλήνων επιχειρηματιών (λόγω Μνημονίου) αλλά και στο γενικώτερο πλαίσιο της καλλιέργειας αδελφικών σχέσεων. Να διδάξουμε τον ελληνικό λαό ότι ο μικρός Βουλγαρόφωνος λαός της πΓΔΜ δεν έχει καμμία αλυτρωτική βλέψη (αυτό είναι γεγονός σύμφωνα με τις δικές μου εμπειρίες) αλλά ούτε και εμείς στην πΓΔΜ όπως «περνά» μέσα από πολλά δημοσιογραφικά μέσα διεθνώς που δεν κατανοούν την κατάσταση σωστά.
Η Ελλάδα θα πρέπει να δημιουργήσει λόγο αγάπης, αδελφοσύνης και στενής συνεργασίας με το φυσικό της περιβάλλον και να «κλείσει» άμεσα κάθε διαφορά γύρω από τα σύνορά της ώστε να μπορεί απερίσπαστα να ασχοληθεί μόνο με τα Ελληνοτουρκικά και το τεράστιο πρόβλημα-βόμβα της λαθραίας μετανάστευσης, πού είναι από απόψεως ιεράρχησης πολύ σημαντικότερα.