Tου Χρήστου Ν. Μουρούτη
(cm@arceland.net)
[To κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στις 10/11/2011 στην ηλεκτρονική εφημερίδα BgVesti.com στα Βουλγαρικά. Αυτό το κείμενο αποτελεί πιστή απόδοση του βουλγαρικού κειμένου, που απευθύνεται σε Βούλγαρους αναγνώστες]
Αν ζείς μακριά από μιά χώρα η οποία συνεχώς εξελίσσεται έχεις δυσκολία να κατανοήσεις αυτή την εξέλιξη. Αυτό συμβαίνει και με τη δική μου περίπτωση σε σχέση με την χώρα από την οποία προέρχομαι, την Ελλάδα. Οι καταστάσεις και τα γεγονότα και η μεταλλαγή της κοινωνίας γίνεται με τόσο μεγάλο ρυθμό τους τελευταίους 15 μήνες που μού είναι πολλές φορές αδύνατο, πραγματικά, να κατανοήσω αυτές τις αλλαγές. Ακόμα περισσότερο μάλιστα, να κατανοήσω τον νέο διαφοροποιημένο τρόπο συμπεριφοράς της κοινωνίας και των ανθρώπων με τους οποίους επικοινωνώ, οι οποίοι έχουν θεαματικά αλλάξει συμπεριφορά και τρόπο σκέψης τους τελευταίους μήνες.
Πιστεύω ότι κάτι παρόμοιο συνέβη και στην Βουλγαρία μετά την σοβαρή κρίση του 1997 και την είσοδο της χώρας στην επιτήρηση του ΔΝΤ. Το κοινωνικό σόκ της Βουλγαρίας, που οι άλλες κοινωνίες δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν, ήταν κάτι που οι ίδιοι οι άνθρωποι αυτού του κράτους έζησαν υπομονετικά, είτε μεταναστεύοντας σε άλλες χώρες, είτε προσπαθώντας πρόσκαιρα και με χίλιες-δυό δυσκολίες να τα βγάλουν πέρα και να συνεισφέρουν στην αλλαγή προς το καλύτερο.
Στην Ελλάδα δεν γίνεται το ίδιο. Η χώρα αυτή είχε μιά τεράστια ανάπτυξη τα τελευταία τριάντα χρόνια, που κατά μεγάλο ποσοστό βασίστηκε στο δανεισμό και στην κατανάλωση. Το κράτος αρχικά δανείστηκε πολύ περισσότερο απόσα μπορούσε να αποπληρώσει, χρηματοδοτώντας την ανάπτυξη μέσω κατανάλωσης και κατασκευάζοντας ένα τεράστιο κράτικό σύστημα 800.000 υπαλλήλων (όταν οι πραγματικές του ανάγκες μπορούσαν να εξυπηρετηθούν με 200.000 υπαλλήλους) οι οποίοι πληρώνονταν με μισθούς και επιδόματα αρκετά υψηλότερα από τον ιδιωτικό τομέα. Από την άλλη πλευρά, οι πολίτες σπρώχθηκαν από την ευδαιμονία στην μεγάλη κατανάλωση και τις αγορές σπιτιών και καλών αυτοκινήτων τα οποία χρηματοδοτούσαν σχεδόν 100% με τραπεζικά δάνεια, τα οποία δίνονταν πολύ εύκολα και όχι με την ανάλυση που οι τράπεζες κάνουν στην Βουλγαρία. Ακόμα υπήρχαν περίοδοι που οι τράπεζες, με μεγάλη ευκολία έδιναν πιστωτικές κάρτες και τραπεζικά δάνεια καταναλωτικού τύπου χωρίς τριτεγγυητές.
Αυτό δημιούργησε, μέσα σε μιά περίοδο 30 ετών, από το 1980 μέχρι σήμερα, μιά νέα κοινωνία που έμαθε να καταναλώνει, να θεωρεί «δικαίωμα της» να δανείζεται και να αναχρηματοδοτεί τα δάνεια, να στηρίζεται στην εργασία των αλλοδαπών που άρχισαν να έρχονται μαζικά στην χώρα από το 1989 και να δημιουργεί νέες γενιές μορφωμένων Ελλήνων που τους δίδασκε ότι το όραμα τους θα έπρεπε να είναι η θέση στο δημόσιο, αφού θα εξασφάλιζε καλές χρηματικές απολαβές και λίγη εργασία σε σχέση με τις ιδιωτικές εταιρείες που είχαν απαίτηση για καλή εργασία και πλήρωναν το 60-70% των απολαβών που κάποιος νέος υπάλληλος θα μπορούσε να λάβει από το δημόσιο.
Ομως να το παράδοξο: το τεράστιο δημόσιο, με τα χρόνια, έχτισε μιά νέα κοινωνική ομάδα που ένιωθε σίγουρη, αφού στην Ελλάδα ο δημόσιος υπάλληλος έχει ακόμα μόνιμη θέση εργασίας για όλη του τη ζωή, και κατανάλωνε σε αγαθά και υπηρεσίες, τα οποία τροφοδοτούσαν στην πράξη την ανάπτυξη. Αυτή η κοινωνική ομάδα που περιλάμβανε τα ίδια τα άτομα που συμμετείχαν στον επαγγελματικό τομέα αυτόν αλλά και τις οικογένειές τους έγινε τόσο δυνατή ώστε καμμία κυβέρνηση δεν μπορούσε πρακτικά να μεταβάλει το καθεστώς εργασίας τους αφού οι ψήφοι τους ήταν πάντα πολύτιμοι στην δημιουργία του εκάστοτε αποτελέσματος των εκλογών.
Ετσι, αυτό το σύστημα των κρατικοδίαιτων πολιτών και των οικογένειών τους έγινε σταδιακά το καθεστώς. Το καθεστώς με το οποίο υπήρχε υποχρέωση κάθε κόμματος να συνδιαλαγεί, αν θέλει να έχει πιθανότητα εκλογής καθώς το σύστημα στην Ελλάδα μπορεί να δώσει πλειοψηφία στις βουλευτικές έδρες ακόμα και με λιγότερο από το 40% αν υπάρχει μιά διαφορά 2-3% από το δεύτερο κόμμα. Αρα τα κόμματα εξουσίας πάρχιζαν πάντοτε να κερδίζουν αυτή την κοινωνική ομάδα που αν μετακινείτο κατά 3-4% από το ένα κόμμα στο άλλο (πράγμα απόλυτα φυσιολογικό) ήταν σε θέση να εκλέξει κυβερνήσεις. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα ΠΑΣΟΚ (που μόνο κατ’ όνομα είναι Σοσιαλιστικό) δούλεψε συστηματικά για πάρα πολλά χρόνια από την πρώτη του επικράτηση και μετά, το 1981, για να χτίσει αυτό το σύστημα και να δεσμεύσει ουσιαστικά την κοινωνία σε ένα μηχανισμό το οποίο θα του έδινε πάντα την πρώτη θέση αφού τα άτομα τα οποία είχαν μπεί στο δημόσιο σύστημα ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα στήριζαν το πολιτικό κόμμα που τους είχε εξασφαλίσει αυτό το προνόμιο. Ενα προνόμιο που στην Ελλάδα είναι αρκετά σημαντικό, αφού ο νόμος προσέφερε μονιμότητα σε αυτούς που έχουν περισσότερο από 3-4 χρόνια εργασίας στο δημόσιο. Δηλαδή τους δίνει κίνητρο να ξαπλώνουν και να είναι οκνηροί και αδιάφοροι για τον πολίτη, αφού ξέρουν ότι δεν κινδυνέυουν να χάσουν την θέση τους, ακόμα και αν δεν είναι καλοί υπάλληλοι.
Αυτό το περίπεργο σύστημα, που είναι πολύ δύσκολο να γίνει κατανοητό στον Βούλγαρο πολίτη, ο οποίος γνωρίζει ότι το δημόσιο δεν πληρώνει μισθούς όσο ο ιδιωτικός τομέας και ότι δεν δεσμεύεται με κάποια μονιμότητα για όλη του τη ζωή να εργάζεται στα σίγουρα, ήταν δυστυχώς, για δεκαετίες το απόλυτο σύστημα της Ελλάδας. Για δεκαετίες η χώρα ζούσε με ελλείματα στον κρατικό της προϋπολογισμό τα οποία κάλυπτε με δανεισμό χωρίς τέλος. Από αυτά που το κράτος συγκέντρωνε από φόρους αλλά και τα συνεχή διεθνή δάνεια, το μεγαλύτερο μέρος (δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία αλλά τα δημοσιεύματα μιλούν για 75%) καταναλωνόνταν (και ακόμα καταναλώνεται) από το τεράστιο κόστος λειτουργίας του κράτους. Αν η Ελλάδα είχε αξιοποιήσει διαφορετικά αυτά τα χρήματα τα οποία συγκέντρωνε, αλλά είχε ενα λογικό ευέλικτο κράτος των 200.000 ατόμων, τότε η χώρα θα είχε μετατραπεί σε έναν πραγματικό παράδεισο επιχειρηματικότητας και ευμερίας, μέσω επενδύσεων. Ομως δεν το έκανε και το αποτέλεσμα που βλέπουμε, είναι η σημερινή στρέβλωση.
Σήμερα, όλος αυτός ο κόσμος του κρατικού συστήματος βλέπει να χάνει σταδιακά τα προνόμιά του, όχι επειδή η Σοσιαλιστική Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το επιθυμεί (αυτή άλλωστε φόρτωσε το κράτος με τόσο κόσμο και χρέη) αλλά επειδή δεν υπάρχουν χρήματα, κανείς πλέον δεν δανείζει την Ελλάδα και το πρόγραμμα στήριξης του ΔΝΤ δίνεται κάτω από συγκεκριμένες και αυστηρότατες προδιαγραφές, που η Ελλάδα πρέπει να τηρήσει.
Η όλη αυτή κατάσταση γεννά ένα σημαντικό στρές στην κοινωνία και στον κάθε πολίτη ξεχωριστά. Βλέπεις ανθρώπους που μέχρι χθές ήταν ανέμελοι και χαμογελαστοί, να κλείνονται στον εαυτό τους και να μετατρέπονται σε ανέμελα θηρία, τα οποία βλέπουν τους πάντες εχθρικά. Το χειρότερο είναι ότι επικρατεί ένα είδος λανθασμένου «πατριωτισμού» όπου οι πολίτες βλέπουν όλους όσους είναι έξω από το πρόβλημά τους, ως υπεύθυνους για το δικό τους πρόβλημα αντί να εστιάζουν την προσοχή τους στην πραγματική του αιτία. Πολλοί από τους πολίτες της Ελλάδας μετατρέπονται ξαφνικά σε ένα είδος περίεργων υπερπατριωτών, θυμούνται τα παλιά μεγαλεία της Αρχαίας Ελλάδας ή και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αντί να ασχολούνται με το χάλι της σημερινής κατάστασης. Ισως αυτό να είναι και υπεκφυγή, ωστόσο είναι μιά πραγματικότητα.
Για μένα που ζώ στο εξωτερικό, μου είναι δύσκολο να κατανοήσω την κατάσταση αυτή και αναγκάζομαι να κάνω συζητήσεις κυρίως στο Facebook αλλά και στο τηλέφωνο με φίλους από την Ελλάδα που μού εξηγούν όλη αυτή την μεταλλαγή. Η αλήθεια είναι ότι το στρες μεγαλώνει, η απώλεια δυνατοτήτων για τον καθένα ατομικά αλλά και για την Ελλάδα ως κράτος, είναι εμφανής και η κατάσταση οδηγείται όλο και περισσότερο σε ένα μίγμα εκρηκτικής αναμονής, όχι τόσο λόγω φτώχειας και έλλειψης του προς το ζείν, αλλά λόγω της έλλειψης κάποιας ελπίδας και κάποιου διεξόδου στον λαβύρινθο της καθημερινότητας.
Αυτός ο στρεβλός «υπερπατριωτισμός» οδηγεί τους πολίτες μάλλον σε μία κατάσταση αδιεξόδου αφού μοιάζουν σαν προσωπικότητες που φωνάζουν για να ακουστούν οι ίδιοι παρά για να έχουν κάποια επίπτωση σε άλλες κοινωνίες, οι οποίες είναι μακριά από τα ελληνικά γεγονότα και έχουν περιορισμόενο ενδιαφέρον να τα καταλάβουν.
Η κρίση θα περάσει κάποια μέρα, με πτώχευση ή χωρίς για την Ελλάδα. Το σίγουρο είναι ότι η κοινωνία θα αλλάξει δραστικά όπως άλλαξαν άλλες, όπως άλλαξε δραματικά και η Βουλγαρία από το 1997 και μετά. Σταδιακά η κοινωνία θα κατανοήσει ότι δεν είναι «τα διαλεκτά παιδιά του Θεού» αλλά θα πρέπει να παλέψει και πάλι να ανταγωνιστεί άλλες κοινωνίες και να προσπαθήσει να πετύχει το καλύτερο. Μόνο με την καταγγελία και το κλείσιμο μέσα στα αυτιστικά τείχη της καθημερινότητας δεν υπάρχει αποτέλεσμα πέραν του να φωνάζεις και να ακούς την ηχώ της φωνής σου.
No comments:
Post a Comment